λίπα

λίπα
λίπα (Α)
επίρρ.
1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.)
2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.)
3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ' ἐλαίῳ» — με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ' ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίπα < lip-n ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *lip- τής ΙΕ ρίζας *lei-p- «ρυπαίνομαι με λίπος, κολλώ» (παρεκτεταμένης με χειλικό -p- μορφής της ρίζας *lei- «βλέννα») και συνδέεται με αρχ. ινδ. rip- «άλειμμα, λάδωμα», ενώ το παρ. λιπαρός συνδέεται με αρχ. ινδ. rip-ra- «ακαθαρσία, βρομιά» και το παρ. λίπος με το αρχ. ινδ. repas- «λιγδιά, βρόμα». Η λεξιλογική ομάδα τού λίπα συνδέεται επίσης με αρχ. ινδ. li-m-p-ati «ρυπαίνομαι» (πρβλ. γ' πληθ. μέσ. αόρ. a-lip-s-ata «ηλείψαντο», λιθουαν. limpu, lipti «κολλώ», αρχ. σλαβ. prilĭpěti «κολλώ, είμαι κολλώδης» και με περαιτέρω σημασιολογική εξέλιξη με αρχ. άνω γερμ. bi-liban > γερμ. bleiben «μένω προσκολλημένος, παραμένω») και με τον τ. λίπτω* «ποθώ». Την απαθή βαθμίδα *leip- τής ρίζας (με προθεματική επαύξηση -α- και δάσυνση τού ληκτικού συμφώνου leibh-) εμφανίζει ο τ. αλείφω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λίπα — richly indeclform (adverb) λίπᾱ , λίπος animal fat neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) λίπᾱ , λιπάω to be sleek pres imperat act 2nd sg λίπᾱ , λιπάω to be sleek imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπάσειας — λιπά̱σειας , λιπάω to be sleek aor opt act 2nd sg (doric aeolic) λιπάζω aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίπας — λίπᾱς , λιπάω to be sleek imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίπτω — (Α) 1. (ενεργ και μέσ.) επιθυμώ σφοδρά 2. μέσ. λίπτομαι είμαι πρόθυμος για κάτι («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα *lip τής ΙΕ ρίζας *leip «ποθώ, ζητώ από κάποιον» και συνδέεται …   Dictionary of Greek

  • λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • λίπ' — λίπε , λείπω leave aor imperat act 2nd sg λίπε , λείπω leave aor ind act 3rd sg (homeric ionic) λίπα , λίπα richly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίφ' — λίπε , λείπω leave aor imperat act 2nd sg λίπε , λείπω leave aor ind act 3rd sg (homeric ionic) λίπα , λίπα richly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kryolipolyse — Unter Kryolipolyse (von altgriechisch κρύος kryos = „Frost, Eis“, λίπα lipa = „fett“ und λύσις lysis = „Lösung, Auflösung“) versteht man die Verminderung von Fettzellen durch lokale Anwendung von Kälte zu kosmetischen Zwecken. Es handelt sich um… …   Deutsch Wikipedia

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • αργιλιπής — ἀργιλιπής, ές και ἀργίλιψ ( ιπος), ο (Α) ο λευκός (αποδίδεται σε φίδια). [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + λίπα (πρβλ. λίπος) τ. που απαντά συνηθέστερα με επιρρ. σημασία κυρίως στη φρ. λίπ ἐλαίῳ «σε αφθονία ελαίου», αλλά και σπάνια ως ουσ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”